|
||||||||||||||||||||||||||
WOORDEN | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω | ||
NAMEN | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω | ||
AUTEURS | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | IJ | Z |
ὅδε κοινός ἐστιν. 13. ἐγώ τε γὰρ ὅσα μοι ἔστιν ἅπαντα εἰς•
ἐς τὸ κοινὸν: i.e. in ons gemeenschappelijk fonds (geld en goederen).
τὸ κοινὸν |
||||||||||||||||||||||||||
ἀποφαίνω•
ἀποφαίνω: (financieel) storten, inleggen.
σύ τε ὄσα•
ὄσα ἠνέγκω πάντα: i.e. de bruidschat; ἠνέγκω < ἠνέγκασο = ἠνέγκου < (praes.) φέρομαι: met zich meebrengen.
ἠνέγκω πάντα εἰς τὸ κοινὸν κατέθηκας•
καθέστηκας: κατατίθημι: (financieel) deponeren, storten.
. καὶ οὐ τοῦτο |
||||||||||||||||||||||||||
δεῖ λογίζεσθαι, πότερος ἄρα ἀριθμῷ πλείω συμβέβληται•
συμβέβληται: συμβάλλομαι:(van het zijne/hare) bijdragen.
ἡμῶν, ἀλλ᾿ ἐκεῖνο |
||||||||||||||||||||||||||
δεῖ εὖ εἰδέναι, ὅτι ὁπότερος ἂν ἡμῶν βελτίων κοινωνὸς•
κοινωνὸς: deelgenoot, partner.
ᾖ, οὗτος τὰ |
||||||||||||||||||||||||||
πλείονα ἄξια συμβάλλεται•
συμβάλλεται: συμβάλλομαι:(van het zijne/hare) bijdragen. . |
||||||||||||||||||||||||||
14. ἀπεκρίνατο δέ μοι, ὦ Σώκρατες, πρὸς ταῦτα ἡ γυνή· τί δ᾿ ἂν ἐγώ σοι, | ||||||||||||||||||||||||||
ἔφη, δυναίμην συμπρᾶξαι; τίς δὲ ἡ ἐμὴ δύναμις; ἀλλ᾿ ἐν•
ἐν σοὶ πάντα ἐστίν: alles hangt van jou af.
σοὶ πάντα ἐστίν. |
||||||||||||||||||||||||||
ἐμὸν δ᾿ ἔφησεν•
ἔφησεν: aor. < φημί.
ἡ μήτηρ ἔργον εἶναι σωφρονεῖν•
σωφρονεῖν: verwijst naar σωφροσύνη, een deugd niet alleen van mannen, maar ook, en wel in het bijzonder, van vrouwen. . |
||||||||||||||||||||||||||
15. ναὶ μὰ Δι᾿, ἔφην ἐγώ, ὦ γύναι, καὶ γὰρ ἐμοὶ ὁ πατήρ. ἀλλὰ σωφρόνων•
σωφρόνων...ἐστι: εἰμί + gen.: eigen zijn aan, passen bij.' |
||||||||||||||||||||||||||
τοί•
τοί: (licht emotioneel) dient om de aandacht voor de bewering te vergroten.
ἐστι καὶ•
καὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς: splitst σωφρόνων uit.
ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς οὔτως ποιεῖν, ὅπως τά•
τὰ...ὄντα: onze bezittingen.
τε ὄντα ὡς•
ὡς βέλτιστα ἔξει: ὡς + superlativus.: zo…mogelijk;ἔχω + adverbium: …zijn. |
||||||||||||||||||||||||||
βέλτιστα ἔξει καὶ ἄλλα ὅτι πλεῖστα ἐκ•
ἐκ τοῦ καλοῦ τε καὶ δικαίου: door fatsoenlijk en eerlijk gedrag.
τοῦ καλοῦ τε καὶ δικαίου |
||||||||||||||||||||||||||
προσγενήσεται. | ||||||||||||||||||||||||||
Vertaling Tekst |
||||||||||||||||||||||||||